νωτιαίας

νωτιαίας
νωτιαί̱ᾱς , νωτιαῖος
spinal
fem acc pl
νωτιαί̱ᾱς , νωτιαῖος
spinal
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δερμοτόμιο — το το εξωτερικό (ραχιαίο) τμήμα τών σωμιτών (αλληλοδιάδοχων τμημάτων τής νωτιαίας χορδής) τού εμβρύου, από το οποίο παράγεται το δέρμα και ο υποδόριος ιστός …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • προχορδωτά — Ομάδα χορδωτών ζώων χωρίς κρανίο, στην οποία ανήκουν τα ουροχορδωτά ή χιτονόζωα, καθώς και τα κεφαλοχορδωτά. Τα π. είναι ζώα αμφιπλευροσυμμετρικά και θαλασσόβια. Το κεντρικό νευρικό τους σύστημα είναι τοποθετημένο στο νότιο τμήμα της νωτιαίας… …   Dictionary of Greek

  • χόρδωμα — το, Ν ιατρ. όγκος που αναπτύσσεται από τα υπολείμματα τής νωτιαίας χορδής, με κακή συνήθως πρόγνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. ωμα (πρβλ. χαίτη: χαίτωμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”